επαν

επαν
    ἐπάν
    (ᾱ), эп.-ион. ἐπήν, позднеион. ἐπεάν [ἐπεί + ἄν] conj. когда (бы), если (бы), как только (тж. ἐ. τάχιστα или ἐ. τὰ πρῶτα как скоро, лишь только)
    1) с aor. conjct. для обознач. условности будущего действия
    

ἐ. εἰς Βαβυλῶνα ἥκωσι Xen. — как только они придут в Вавилон;

    ἐ. τάχιστα ἀριστήσωμεν Xen. — тотчас же, как пообедаем

    2) с opt.
    (1) для обознач. повторности прошедшего действия
    

ἐ. κρητῆρι μιγείη Hom. — всякий раз как в чаше смешивалось (зелье с вином)

    (2) для обознач. желательности будущего действия
    

ἐ. τισαίμεθα λώβην Hom. — после того, как отомстим за обиду


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επαν" в других словарях:

  • επάν — ἐπάν (AM) (σύνδ.) 1. αφού, όταν, ευθύς, μόλις («ἐπὰν δὲ δοκιμασθῶσιν οἱ ἔφηβοι», Αριστοτ.) 2. (με ευκτ.) στην περίπτωση που, εάν τυχόν. [ΕΤΥΜΟΛ. επεί «όταν» + αν (δυνητ.)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπάν — indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπάνπερ — ἐπάν , ἐπάν indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • επήν — ἐπήν (Α) (σύνδ.) βλ. επάν …   Dictionary of Greek

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek

  • ευεπανόρθωτος — η, ο (Α εὐεπανόρθωτος, ον) αυτός που επανορθώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ αν ορθωτος (< επ αν ορθώ), πρβλ. αν επαν όρθωτος] …   Dictionary of Greek

  • προσεπανάπτομαι — Α ανάβω και πάλι, παίρνω ξανά φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπαν(α) * + ἅπτω «ανάβω»] …   Dictionary of Greek

  • ՅՈՐԺԱՄ — ( ) NBH 2 0372 Chronological Sequence: Early classical, 13c, 14c մ. ὄτε, ὄταν, ἑπάν quando, quum, cum. Յո՛ր ժամ. յորո՛ւմ ժամու. յայնմ ժամանակի՝ յորում. երբ. իբրեւ. երբ որ, որ ատեն որ. ... *Կարող եմ այսօր, որպէս յորժամ առաքեաց զիս Մովսէս: Եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»